Τρεις μέρες και δυο νύχτες στα Ζαγοροχώρια. Στο Δίλοφο, συναντήσαμε μια ψυχή όλη κι όλη. Γαλάζια μάτια σε πέτρινο χωριό, στα εβδομήντα κάτι της. Μας μίλησε, θα ‘χε μέρες ν’ ανταλλάξει κουβέντα με ξένους. Το βράδυ το ίδιο, άσκηση για την πάρτη της. Εκατό λέξεις και λίγες ακόμα για την κυρία που μας συστήθηκε ως Φωφώ. Δεν βγαίνει από το Φωτεινή. Σαπφώ τη βάφτισαν.
Γιάννης Αντάμης
Η Σαπφώ είναι το μόνο ημερόβιο φάντασμα του χωριού μας. Έχουμε καμιά δεκαριά ακόμα, γυναίκες τα περισσότερα, αλλά όλα κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα. Μονάχα η Σαπφώ βγαίνει όσο είναι ψηλά ο ήλιος. Για αυτό και όλοι ξεγελιούνται, όταν την βλέπουν. Και μόνο όταν κάνουν το λάθος και δεχτούν την πρόσκληση να επισκεφτούν το φτωχικό της, εκεί όπου συγκατοικεί με την Κλειώ, νεκρή κι αυτή εδώ και τρεις δεκαετίες, καταλαβαίνουν πού έχουν μπλέξει. Πάντως, τόσο η Σαπφώ όσο και η Κλειώ είναι ακίνδυνες, καλοσυνάτες και φιλόξενες και το μόνο πράγμα που έχουν να φοβούνται οι ανυποψίαστοι επισκέπτες του χωριού είναι η ακατάσχετη φλυαρία τους. Ειδικά όταν αρχίσουν να θυμούνται τους παιδικούς τους έρωτες και να ανταγωνίζονται στο ποια από τις δύο είχε κάψει τις περισσότερες καρδιές στα νιάτα της.
Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας
Τα ‘χε παραγγείλει τα μπλε της μάτια.
Τα μπλε μάτια της Σαπφούς. Κι ας είχε για πατέρα τον παπά. Κι ας ήταν η μητέρα της βράδυ πρωί στην εκκλησία την πέτρινη. Κόσκινο θα τον πέρναγαν, το ξέρε, μα τα μάτια της τριβέλιζαν κάθε του ξημέρωμα.
Και το απόγευμα εκείνο,
το κουστούμι του έβαλε, το καλό, απ’ τα Γιάννενα, μάζεψε τα διαλεχτά του κήπου του άνθη και κίνησε.
Για την εκκλησία πρώτα. Την πέτρινη.
Που δεν είχε παπά απόψε, την ευλογία του, την ήθελε στο σπίτι της.
Τάμα του το ‘χε κάνει.
Σ’ όλα τα καντήλια γονάτισε, πως μια μέρα, η Σαπφώ, στο πλάι του θα κοιμόταν.
Χρήστος Μαρτίνης
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΔΙΛΟΦΟ
Κάθεστε εδώ και δέκα λεπτά και μιλάτε με τη γριά. Συγνώμη κιόλας αλλά είστε τουρίστες. Είδατε τσεμπέρι, γκρίζο μαλλί και φούστα και πιστέψατε πως βρήκατε παράδοση και μνήμη. Αυτό που βρήκατε είναι μια ψωνάρα. Σας λέει ότι μένει σε πόλη. Κάθεστε και κουνάτε το κεφάλι. Θα σας το επαναλάβω. Μένει σε πόλη. Έρχεται διακοπές στο χωριό. Ήταν κόρη παπά. Τι περιμένατε; Σας λέει ότι από τα δεκαπέντε της έφυγε για το γυμνάσιο στην πόλη. Σιγά τον βαρύ ερημίτη. Τελείωσε γυμνάσιο σε εποχές που δεν πήγαιναν ούτε στο δημοτικό. Είπε δυο ρομαντίλες, δυο κλισέ για γίδια που κατέβαιναν από το καλντερίμι κι εσείς πιστέψατε ότι είδατε το χρόνο ριζωμένο στα μάτια της. Ρε την έλεγαν Σαπφώ . Ήξερε όλες τις μούσες απέξω. Τόσο ψωνάρα είναι που την κόρη της την βάφτισε Κλειώ. Κατα τ’ άλλα χωριό και ζήσ’ το. Εγώ θα κάτσω εδώ στο παγκάκι. Όταν ψωνίσετε αρκετό παπά, ελάτε να φύγουμε.
Κείμενο, Φωτογράφοι στην Yris